Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κάτογκος
κατοδυνάω
κατοδύρομαι
κατόζω
κατοιάδες
κάτοιδα
κατοιδέω
κατοίησις
κατοικέσια
κατοικέω
κατοίκησις
κατοικητήριον
κατοικία
κατοίκια
κατοικίδιος
κατοικίζω
κατοικικός
κατοίκισις
κατοικισμός
κατοικιστής
κατοικοδομέω
View word page
κατοίκησις
a settling in
ShortDef
a settling in
Debugging
Headword:
κατοίκησις
Headword (normalized):
κατοίκησις
Headword (normalized/stripped):
κατοικησις
IDX:
47318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47319
Key:
Data
{'content': 'a settling in'}