Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κάτλος
κάτογκος
κατοδυνάω
κατοδύρομαι
κατόζω
κατοιάδες
κάτοιδα
κατοιδέω
κατοίησις
κατοικέσια
κατοικέω
κατοίκησις
κατοικητήριον
κατοικία
κατοίκια
κατοικίδιος
κατοικίζω
κατοικικός
κατοίκισις
κατοικισμός
κατοικιστής
View word page
κατοικέω
to settle; to inhabit

ShortDef

to settle; to inhabit

Debugging

Headword:
κατοικέω
Headword (normalized):
κατοικέω
Headword (normalized/stripped):
κατοικεω
IDX:
47317
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47318
Key:

Data

{'content': 'to settle; to inhabit'}