Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατισχυρεύομαι
κατισχύω
κατίσχω
Κάτλος
κάτογκος
κατοδυνάω
κατοδύρομαι
κατόζω
κατοιάδες
κάτοιδα
κατοιδέω
κατοίησις
κατοικέσια
κατοικέω
κατοίκησις
κατοικητήριον
κατοικία
κατοίκια
κατοικίδιος
κατοικίζω
κατοικικός
View word page
κατοιδέω
to be swollen

ShortDef

to be swollen

Debugging

Headword:
κατοιδέω
Headword (normalized):
κατοιδέω
Headword (normalized/stripped):
κατοιδεω
IDX:
47314
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47315
Key:

Data

{'content': 'to be swollen'}