Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κάτισχνος
κατισχυρεύομαι
κατισχύω
κατίσχω
Κάτλος
κάτογκος
κατοδυνάω
κατοδύρομαι
κατόζω
κατοιάδες
κάτοιδα
κατοιδέω
κατοίησις
κατοικέσια
κατοικέω
κατοίκησις
κατοικητήριον
κατοικία
κατοίκια
κατοικίδιος
κατοικίζω
View word page
κάτοιδα
to know well, understand

ShortDef

to know well, understand

Debugging

Headword:
κάτοιδα
Headword (normalized):
κάτοιδα
Headword (normalized/stripped):
κατοιδα
IDX:
47313
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47314
Key:

Data

{'content': 'to know well, understand'}