Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατισχνάω
κάτισχνος
κατισχυρεύομαι
κατισχύω
κατίσχω
Κάτλος
κάτογκος
κατοδυνάω
κατοδύρομαι
κατόζω
κατοιάδες
κάτοιδα
κατοιδέω
κατοίησις
κατοικέσια
κατοικέω
κατοίκησις
κατοικητήριον
κατοικία
κατοίκια
κατοικίδιος
View word page
κατοιάδες
leading the sheep

ShortDef

leading the sheep

Debugging

Headword:
κατοιάδες
Headword (normalized):
κατοιάδες
Headword (normalized/stripped):
κατοιαδες
IDX:
47312
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47313
Key:

Data

{'content': 'leading the sheep'}