Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατιόομαι
κάτισος
κατισχναίνω
κατισχνάω
κάτισχνος
κατισχυρεύομαι
κατισχύω
κατίσχω
Κάτλος
κάτογκος
κατοδυνάω
κατοδύρομαι
κατόζω
κατοιάδες
κάτοιδα
κατοιδέω
κατοίησις
κατοικέσια
κατοικέω
κατοίκησις
κατοικητήριον
View word page
κατοδυνάω
afflict grievously

ShortDef

afflict grievously

Debugging

Headword:
κατοδυνάω
Headword (normalized):
κατοδυνάω
Headword (normalized/stripped):
κατοδυναω
IDX:
47309
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47310
Key:

Data

{'content': 'afflict grievously'}