Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατιμονεύω
κατιόομαι
κάτισος
κατισχναίνω
κατισχνάω
κάτισχνος
κατισχυρεύομαι
κατισχύω
κατίσχω
Κάτλος
κάτογκος
κατοδυνάω
κατοδύρομαι
κατόζω
κατοιάδες
κάτοιδα
κατοιδέω
κατοίησις
κατοικέσια
κατοικέω
κατοίκησις
View word page
κάτογκος
bulky
ShortDef
bulky
Debugging
Headword:
κάτογκος
Headword (normalized):
κάτογκος
Headword (normalized/stripped):
κατογκος
IDX:
47308
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47309
Key:
Data
{'content': 'bulky'}