Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατιλλαίνω
κατιλλώπτω
κατιλύω
κατιμονεύω
κατιόομαι
κάτισος
κατισχναίνω
κατισχνάω
κάτισχνος
κατισχυρεύομαι
κατισχύω
κατίσχω
Κάτλος
κάτογκος
κατοδυνάω
κατοδύρομαι
κατόζω
κατοιάδες
κάτοιδα
κατοιδέω
κατοίησις
View word page
κατισχύω
to have power over, overpower, prevail against
ShortDef
to have power over, overpower, prevail against
Debugging
Headword:
κατισχύω
Headword (normalized):
κατισχύω
Headword (normalized/stripped):
κατισχυω
IDX:
47305
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47306
Key:
Data
{'content': 'to have power over, overpower, prevail against'}