Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατιάπτω
κατιάς
κατιδίω
κατιθύς
κατικμάζω
κατικμαίνω
κατιλλαίνω
κατιλλώπτω
κατιλύω
κατιμονεύω
κατιόομαι
κάτισος
κατισχναίνω
κατισχνάω
κάτισχνος
κατισχυρεύομαι
κατισχύω
κατίσχω
Κάτλος
κάτογκος
κατοδυνάω
View word page
κατιόομαι
become rusty, tarnished

ShortDef

become rusty, tarnished

Debugging

Headword:
κατιόομαι
Headword (normalized):
κατιόομαι
Headword (normalized/stripped):
κατιοομαι
IDX:
47299
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47300
Key:

Data

{'content': 'become rusty, tarnished'}