Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμορβός
ἀμοργεύς
ἀμόργη
ἀμόργινος
ἀμοργίς
ἄμοργις
ἀμοργίτας
Ἀμοργίτης
ἀμοργός
Ἀμοργός
ἀμοργός2
Ἀμοργοῦς
ἀμορία
ἄμορος
ἀμορφία
ἄμορφος
ἀμορφόω
ἀμόρφωτος
ἆμος
ἀμός
ἁμός
View word page
ἀμοργός2
stalks of mallow

ShortDef

one who squeezes
the island of Amorgos
stalks of mallow

Debugging

Headword:
ἀμοργός2
Headword (normalized):
ἀμοργός
Headword (normalized/stripped):
αμοργος2
IDX:
4729
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4730
Key:

Data

{'content': 'stalks of mallow'}