Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατηφής
κατηφών
κατηχέω
κατήχησις
κατιάδιον
κατιάπτω
κατιάς
κατιδίω
κατιθύς
κατικμάζω
κατικμαίνω
κατιλλαίνω
κατιλλώπτω
κατιλύω
κατιμονεύω
κατιόομαι
κάτισος
κατισχναίνω
κατισχνάω
κάτισχνος
κατισχυρεύομαι
View word page
κατικμαίνω
moisten, wet

ShortDef

moisten, wet

Debugging

Headword:
κατικμαίνω
Headword (normalized):
κατικμαίνω
Headword (normalized/stripped):
κατικμαινω
IDX:
47294
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47295
Key:

Data

{'content': 'moisten, wet'}