Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατηφέω
κατηφής
κατηφών
κατηχέω
κατήχησις
κατιάδιον
κατιάπτω
κατιάς
κατιδίω
κατιθύς
κατικμάζω
κατικμαίνω
κατιλλαίνω
κατιλλώπτω
κατιλύω
κατιμονεύω
κατιόομαι
κάτισος
κατισχναίνω
κατισχνάω
κάτισχνος
View word page
κατικμάζω
let fall in drops

ShortDef

let fall in drops

Debugging

Headword:
κατικμάζω
Headword (normalized):
κατικμάζω
Headword (normalized/stripped):
κατικμαζω
IDX:
47293
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47294
Key:

Data

{'content': 'let fall in drops'}