Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμορβεύω
ἀμορβός
ἀμοργεύς
ἀμόργη
ἀμόργινος
ἀμοργίς
ἄμοργις
ἀμοργίτας
Ἀμοργίτης
ἀμοργός
Ἀμοργός
ἀμοργός2
Ἀμοργοῦς
ἀμορία
ἄμορος
ἀμορφία
ἄμορφος
ἀμορφόω
ἀμόρφωτος
ἆμος
ἀμός
View word page
Ἀμοργός
the island of Amorgos

ShortDef

one who squeezes
the island of Amorgos
stalks of mallow

Debugging

Headword:
Ἀμοργός
Headword (normalized):
ἀμοργός
Headword (normalized/stripped):
αμοργος
IDX:
4728
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4729
Key:

Data

{'content': 'the island of Amorgos'}