Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατηρεφής
κατήρης
κατήρυδες
κατῆτος
κατήφεια
κατηφέω
κατηφής
κατηφών
κατηχέω
κατήχησις
κατιάδιον
κατιάπτω
κατιάς
κατιδίω
κατιθύς
κατικμάζω
κατικμαίνω
κατιλλαίνω
κατιλλώπτω
κατιλύω
κατιμονεύω
View word page
κατιάδιον
lancet
ShortDef
lancet
Debugging
Headword:
κατιάδιον
Headword (normalized):
κατιάδιον
Headword (normalized/stripped):
κατιαδιον
IDX:
47288
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47289
Key:
Data
{'content': 'lancet'}