Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατηπειγμένως
κατηπιάω
κατηρεμίζω
κατηρεφής
κατήρης
κατήρυδες
κατῆτος
κατήφεια
κατηφέω
κατηφής
κατηφών
κατηχέω
κατήχησις
κατιάδιον
κατιάπτω
κατιάς
κατιδίω
κατιθύς
κατικμάζω
κατικμαίνω
κατιλλαίνω
View word page
κατηφών
one who causes grief

ShortDef

one who causes grief

Debugging

Headword:
κατηφών
Headword (normalized):
κατηφών
Headword (normalized/stripped):
κατηφων
IDX:
47285
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47286
Key:

Data

{'content': 'one who causes grief'}