Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατήορος
κατηπειγμένως
κατηπιάω
κατηρεμίζω
κατηρεφής
κατήρης
κατήρυδες
κατῆτος
κατήφεια
κατηφέω
κατηφής
κατηφών
κατηχέω
κατήχησις
κατιάδιον
κατιάπτω
κατιάς
κατιδίω
κατιθύς
κατικμάζω
κατικμαίνω
View word page
κατηφής
with downcast eyes, downcast, mute

ShortDef

with downcast eyes, downcast, mute

Debugging

Headword:
κατηφής
Headword (normalized):
κατηφής
Headword (normalized/stripped):
κατηφης
IDX:
47284
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47285
Key:

Data

{'content': 'with downcast eyes, downcast, mute'}