Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατήνεμος
κατήορος
κατηπειγμένως
κατηπιάω
κατηρεμίζω
κατηρεφής
κατήρης
κατήρυδες
κατῆτος
κατήφεια
κατηφέω
κατηφής
κατηφών
κατηχέω
κατήχησις
κατιάδιον
κατιάπτω
κατιάς
κατιδίω
κατιθύς
κατικμάζω
View word page
κατηφέω
to be downcast, to be mute
ShortDef
to be downcast, to be mute
Debugging
Headword:
κατηφέω
Headword (normalized):
κατηφέω
Headword (normalized/stripped):
κατηφεω
IDX:
47283
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47284
Key:
Data
{'content': 'to be downcast, to be mute'}