Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατηναγκασμένως
κατήνεμος
κατήορος
κατηπειγμένως
κατηπιάω
κατηρεμίζω
κατηρεφής
κατήρης
κατήρυδες
κατῆτος
κατήφεια
κατηφέω
κατηφής
κατηφών
κατηχέω
κατήχησις
κατιάδιον
κατιάπτω
κατιάς
κατιδίω
κατιθύς
View word page
κατήφεια
dejection, sorrow, shame

ShortDef

dejection, sorrow, shame

Debugging

Headword:
κατήφεια
Headword (normalized):
κατήφεια
Headword (normalized/stripped):
κατηφεια
IDX:
47282
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47283
Key:

Data

{'content': 'dejection, sorrow, shame'}