Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμορβάς
ἀμορβεύω
ἀμορβός
ἀμοργεύς
ἀμόργη
ἀμόργινος
ἀμοργίς
ἄμοργις
ἀμοργίτας
Ἀμοργίτης
ἀμοργός
Ἀμοργός
ἀμοργός2
Ἀμοργοῦς
ἀμορία
ἄμορος
ἀμορφία
ἄμορφος
ἀμορφόω
ἀμόρφωτος
ἆμος
View word page
ἀμοργός
one who squeezes

ShortDef

one who squeezes
the island of Amorgos
stalks of mallow

Debugging

Headword:
ἀμοργός
Headword (normalized):
ἀμοργός
Headword (normalized/stripped):
αμοργος
IDX:
4727
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4728
Key:

Data

{'content': 'one who squeezes'}