Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατηλυσία
κατήλυσις
κατημελημένως
κατημύω
κατηναγκασμένως
κατήνεμος
κατήορος
κατηπειγμένως
κατηπιάω
κατηρεμίζω
κατηρεφής
κατήρης
κατήρυδες
κατῆτος
κατήφεια
κατηφέω
κατηφής
κατηφών
κατηχέω
κατήχησις
κατιάδιον
View word page
κατηρεφής
covered over, vaulted, overhanging
ShortDef
covered over, vaulted, overhanging
Debugging
Headword:
κατηρεφής
Headword (normalized):
κατηρεφής
Headword (normalized/stripped):
κατηρεφης
IDX:
47278
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47279
Key:
Data
{'content': 'covered over, vaulted, overhanging'}