Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κάτηλυς
κατηλυσία
κατήλυσις
κατημελημένως
κατημύω
κατηναγκασμένως
κατήνεμος
κατήορος
κατηπειγμένως
κατηπιάω
κατηρεμίζω
κατηρεφής
κατήρης
κατήρυδες
κατῆτος
κατήφεια
κατηφέω
κατηφής
κατηφών
κατηχέω
κατήχησις
View word page
κατηρεμίζω
to calm, appease

ShortDef

to calm, appease

Debugging

Headword:
κατηρεμίζω
Headword (normalized):
κατηρεμίζω
Headword (normalized/stripped):
κατηρεμιζω
IDX:
47277
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47278
Key:

Data

{'content': 'to calm, appease'}