Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατήγορος
κατήκοος
κατηκριβωμένως
κατῆλιψ
κατηλογέω
κάτηλυς
κατηλυσία
κατήλυσις
κατημελημένως
κατημύω
κατηναγκασμένως
κατήνεμος
κατήορος
κατηπειγμένως
κατηπιάω
κατηρεμίζω
κατηρεφής
κατήρης
κατήρυδες
κατῆτος
κατήφεια
View word page
κατηναγκασμένως
of necessity

ShortDef

of necessity

Debugging

Headword:
κατηναγκασμένως
Headword (normalized):
κατηναγκασμένως
Headword (normalized/stripped):
κατηναγκασμενως
IDX:
47272
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47273
Key:

Data

{'content': 'of necessity'}