Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατηγορητής
κατηγορία
κατηγορικός
κατήγορος
κατήκοος
κατηκριβωμένως
κατῆλιψ
κατηλογέω
κάτηλυς
κατηλυσία
κατήλυσις
κατημελημένως
κατημύω
κατηναγκασμένως
κατήνεμος
κατήορος
κατηπειγμένως
κατηπιάω
κατηρεμίζω
κατηρεφής
κατήρης
View word page
κατήλυσις
a going down, descent

ShortDef

a going down, descent

Debugging

Headword:
κατήλυσις
Headword (normalized):
κατήλυσις
Headword (normalized/stripped):
κατηλυσις
IDX:
47269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47270
Key:

Data

{'content': 'a going down, descent'}