Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατηγορησείω
κατηγόρησις
κατηγορητέον
κατηγορητής
κατηγορία
κατηγορικός
κατήγορος
κατήκοος
κατηκριβωμένως
κατῆλιψ
κατηλογέω
κάτηλυς
κατηλυσία
κατήλυσις
κατημελημένως
κατημύω
κατηναγκασμένως
κατήνεμος
κατήορος
κατηπειγμένως
κατηπιάω
View word page
κατηλογέω
to make of small account, take no account of, neglect
ShortDef
to make of small account, take no account of, neglect
Debugging
Headword:
κατηλογέω
Headword (normalized):
κατηλογέω
Headword (normalized/stripped):
κατηλογεω
IDX:
47266
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47267
Key:
Data
{'content': 'to make of small account, take no account of, neglect'}