Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατηγγειωμένως
κατηγορέω
κατηγόρημα
κατηγορησείω
κατηγόρησις
κατηγορητέον
κατηγορητής
κατηγορία
κατηγορικός
κατήγορος
κατήκοος
κατηκριβωμένως
κατῆλιψ
κατηλογέω
κάτηλυς
κατηλυσία
κατήλυσις
κατημελημένως
κατημύω
κατηναγκασμένως
κατήνεμος
View word page
κατήκοος
hearing; obedient; eavesdropping
ShortDef
hearing; obedient; eavesdropping
Debugging
Headword:
κατήκοος
Headword (normalized):
κατήκοος
Headword (normalized/stripped):
κατηκοος
IDX:
47263
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47264
Key:
Data
{'content': 'hearing; obedient; eavesdropping'}