Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμόρα
ἀμορβαῖος
ἀμορβάς
ἀμορβεύω
ἀμορβός
ἀμοργεύς
ἀμόργη
ἀμόργινος
ἀμοργίς
ἄμοργις
ἀμοργίτας
Ἀμοργίτης
ἀμοργός
Ἀμοργός
ἀμοργός2
Ἀμοργοῦς
ἀμορία
ἄμορος
ἀμορφία
ἄμορφος
ἀμορφόω
View word page
ἀμοργίτας
[lexical cite]
ShortDef
[lexical cite]
Debugging
Headword:
ἀμοργίτας
Headword (normalized):
ἀμοργίτας
Headword (normalized/stripped):
αμοργιτας
IDX:
4725
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4726
Key:
Data
{'content': '[lexical cite]'}