Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατεφθός
κατεφίσταμαι
κατεχθραίνω
κατεχμάζω
κατέχω
κατηβολέω
κατηβολή
κατηγγειωμένως
κατηγορέω
κατηγόρημα
κατηγορησείω
κατηγόρησις
κατηγορητέον
κατηγορητής
κατηγορία
κατηγορικός
κατήγορος
κατήκοος
κατηκριβωμένως
κατῆλιψ
κατηλογέω
View word page
κατηγορησείω
to be anxious to accuse

ShortDef

to be anxious to accuse

Debugging

Headword:
κατηγορησείω
Headword (normalized):
κατηγορησείω
Headword (normalized/stripped):
κατηγορησειω
IDX:
47256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47257
Key:

Data

{'content': 'to be anxious to accuse'}