Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατευτονέω
κατευτρεπίζω
κατευτυχέω
κατευφημέω
κατευχή
κατεύχομαι
κατευωχέομαι
κατεφάλλομαι
κατεφθός
κατεφίσταμαι
κατεχθραίνω
κατεχμάζω
κατέχω
κατηβολέω
κατηβολή
κατηγγειωμένως
κατηγορέω
κατηγόρημα
κατηγορησείω
κατηγόρησις
κατηγορητέον
View word page
κατεχθραίνω
hate inveterately

ShortDef

hate inveterately

Debugging

Headword:
κατεχθραίνω
Headword (normalized):
κατεχθραίνω
Headword (normalized/stripped):
κατεχθραινω
IDX:
47248
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47249
Key:

Data

{'content': 'hate inveterately'}