Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατευπορέω
κατευρύνω
κατευστοχέω
κατευτονέω
κατευτρεπίζω
κατευτυχέω
κατευφημέω
κατευχή
κατεύχομαι
κατευωχέομαι
κατεφάλλομαι
κατεφθός
κατεφίσταμαι
κατεχθραίνω
κατεχμάζω
κατέχω
κατηβολέω
κατηβολή
κατηγγειωμένως
κατηγορέω
κατηγόρημα
View word page
κατεφάλλομαι
to spring down upon, rush upon

ShortDef

to spring down upon, rush upon

Debugging

Headword:
κατεφάλλομαι
Headword (normalized):
κατεφάλλομαι
Headword (normalized/stripped):
κατεφαλλομαι
IDX:
47245
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47246
Key:

Data

{'content': 'to spring down upon, rush upon'}