Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατευορκέω
κατευπαθέω
κατευποιέω
κατευπορέω
κατευρύνω
κατευστοχέω
κατευτονέω
κατευτρεπίζω
κατευτυχέω
κατευφημέω
κατευχή
κατεύχομαι
κατευωχέομαι
κατεφάλλομαι
κατεφθός
κατεφίσταμαι
κατεχθραίνω
κατεχμάζω
κατέχω
κατηβολέω
κατηβολή
View word page
κατευχή
a prayer, vow

ShortDef

a prayer, vow

Debugging

Headword:
κατευχή
Headword (normalized):
κατευχή
Headword (normalized/stripped):
κατευχη
IDX:
47242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47243
Key:

Data

{'content': 'a prayer, vow'}