Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατευνήτειρα
κατευοδόω
κατευόδωσις
κατευορκέω
κατευπαθέω
κατευποιέω
κατευπορέω
κατευρύνω
κατευστοχέω
κατευτονέω
κατευτρεπίζω
κατευτυχέω
κατευφημέω
κατευχή
κατεύχομαι
κατευωχέομαι
κατεφάλλομαι
κατεφθός
κατεφίσταμαι
κατεχθραίνω
κατεχμάζω
View word page
κατευτρεπίζω
to put in order again

ShortDef

to put in order again

Debugging

Headword:
κατευτρεπίζω
Headword (normalized):
κατευτρεπίζω
Headword (normalized/stripped):
κατευτρεπιζω
IDX:
47239
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47240
Key:

Data

{'content': 'to put in order again'}