Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμονάδιστος
Ἀμοπάων
ἀμόρα
ἀμορβαῖος
ἀμορβάς
ἀμορβεύω
ἀμορβός
ἀμοργεύς
ἀμόργη
ἀμόργινος
ἀμοργίς
ἄμοργις
ἀμοργίτας
Ἀμοργίτης
ἀμοργός
Ἀμοργός
ἀμοργός2
Ἀμοργοῦς
ἀμορία
ἄμορος
ἀμορφία
View word page
ἀμοργίς
stalks of mallow

ShortDef

stalks of mallow

Debugging

Headword:
ἀμοργίς
Headword (normalized):
ἀμοργίς
Headword (normalized/stripped):
αμοργις
IDX:
4723
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4724
Key:

Data

{'content': 'stalks of mallow'}