Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατευναστικός
κατευνάστρια
κατευνάω
κατεύνησις
κατευνήτειρα
κατευοδόω
κατευόδωσις
κατευορκέω
κατευπαθέω
κατευποιέω
κατευπορέω
κατευρύνω
κατευστοχέω
κατευτονέω
κατευτρεπίζω
κατευτυχέω
κατευφημέω
κατευχή
κατεύχομαι
κατευωχέομαι
κατεφάλλομαι
View word page
κατευπορέω
to be sufficiently provided

ShortDef

to be sufficiently provided

Debugging

Headword:
κατευπορέω
Headword (normalized):
κατευπορέω
Headword (normalized/stripped):
κατευπορεω
IDX:
47235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47236
Key:

Data

{'content': 'to be sufficiently provided'}