Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατευναστής
κατευναστικός
κατευνάστρια
κατευνάω
κατεύνησις
κατευνήτειρα
κατευοδόω
κατευόδωσις
κατευορκέω
κατευπαθέω
κατευποιέω
κατευπορέω
κατευρύνω
κατευστοχέω
κατευτονέω
κατευτρεπίζω
κατευτυχέω
κατευφημέω
κατευχή
κατεύχομαι
κατευωχέομαι
View word page
κατευποιέω
do much good to

ShortDef

do much good to

Debugging

Headword:
κατευποιέω
Headword (normalized):
κατευποιέω
Headword (normalized/stripped):
κατευποιεω
IDX:
47234
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47235
Key:

Data

{'content': 'do much good to'}