Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατευναστήρ
κατευναστής
κατευναστικός
κατευνάστρια
κατευνάω
κατεύνησις
κατευνήτειρα
κατευοδόω
κατευόδωσις
κατευορκέω
κατευπαθέω
κατευποιέω
κατευπορέω
κατευρύνω
κατευστοχέω
κατευτονέω
κατευτρεπίζω
κατευτυχέω
κατευφημέω
κατευχή
κατεύχομαι
View word page
κατευπαθέω
waste in dissipation

ShortDef

waste in dissipation

Debugging

Headword:
κατευπαθέω
Headword (normalized):
κατευπαθέω
Headword (normalized/stripped):
κατευπαθεω
IDX:
47233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47234
Key:

Data

{'content': 'waste in dissipation'}