Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατευνασμός
κατευναστήρ
κατευναστής
κατευναστικός
κατευνάστρια
κατευνάω
κατεύνησις
κατευνήτειρα
κατευοδόω
κατευόδωσις
κατευορκέω
κατευπαθέω
κατευποιέω
κατευπορέω
κατευρύνω
κατευστοχέω
κατευτονέω
κατευτρεπίζω
κατευτυχέω
κατευφημέω
κατευχή
View word page
κατευορκέω
to swear solemnly

ShortDef

to swear solemnly

Debugging

Headword:
κατευορκέω
Headword (normalized):
κατευορκέω
Headword (normalized/stripped):
κατευορκεω
IDX:
47232
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47233
Key:

Data

{'content': 'to swear solemnly'}