Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατευνάζω
κατευνασμός
κατευναστήρ
κατευναστής
κατευναστικός
κατευνάστρια
κατευνάω
κατεύνησις
κατευνήτειρα
κατευοδόω
κατευόδωσις
κατευορκέω
κατευπαθέω
κατευποιέω
κατευπορέω
κατευρύνω
κατευστοχέω
κατευτονέω
κατευτρεπίζω
κατευτυχέω
κατευφημέω
View word page
κατευόδωσις
good success

ShortDef

good success

Debugging

Headword:
κατευόδωσις
Headword (normalized):
κατευόδωσις
Headword (normalized/stripped):
κατευοδωσις
IDX:
47231
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47232
Key:

Data

{'content': 'good success'}