Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατευκτός
κατευνάζω
κατευνασμός
κατευναστήρ
κατευναστής
κατευναστικός
κατευνάστρια
κατευνάω
κατεύνησις
κατευνήτειρα
κατευοδόω
κατευόδωσις
κατευορκέω
κατευπαθέω
κατευποιέω
κατευπορέω
κατευρύνω
κατευστοχέω
κατευτονέω
κατευτρεπίζω
κατευτυχέω
View word page
κατευοδόω
bring prosperity

ShortDef

bring prosperity

Debugging

Headword:
κατευοδόω
Headword (normalized):
κατευοδόω
Headword (normalized/stripped):
κατευοδοω
IDX:
47230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47231
Key:

Data

{'content': 'bring prosperity'}