Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατευκτικός
κατευκτός
κατευνάζω
κατευνασμός
κατευναστήρ
κατευναστής
κατευναστικός
κατευνάστρια
κατευνάω
κατεύνησις
κατευνήτειρα
κατευοδόω
κατευόδωσις
κατευορκέω
κατευπαθέω
κατευποιέω
κατευπορέω
κατευρύνω
κατευστοχέω
κατευτονέω
κατευτρεπίζω
View word page
κατευνήτειρα
she who lulls

ShortDef

she who lulls

Debugging

Headword:
κατευνήτειρα
Headword (normalized):
κατευνήτειρα
Headword (normalized/stripped):
κατευνητειρα
IDX:
47229
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47230
Key:

Data

{'content': 'she who lulls'}