Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄμομφος
ἀμονάδιστος
Ἀμοπάων
ἀμόρα
ἀμορβαῖος
ἀμορβάς
ἀμορβεύω
ἀμορβός
ἀμοργεύς
ἀμόργη
ἀμόργινος
ἀμοργίς
ἄμοργις
ἀμοργίτας
Ἀμοργίτης
ἀμοργός
Ἀμοργός
ἀμοργός2
Ἀμοργοῦς
ἀμορία
ἄμορος
View word page
ἀμόργινος
made of Amorgian flax

ShortDef

made of Amorgian flax

Debugging

Headword:
ἀμόργινος
Headword (normalized):
ἀμόργινος
Headword (normalized/stripped):
αμοργινος
IDX:
4722
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4723
Key:

Data

{'content': 'made of Amorgian flax'}