Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατευκηλέω
κατευκτικός
κατευκτός
κατευνάζω
κατευνασμός
κατευναστήρ
κατευναστής
κατευναστικός
κατευνάστρια
κατευνάω
κατεύνησις
κατευνήτειρα
κατευοδόω
κατευόδωσις
κατευορκέω
κατευπαθέω
κατευποιέω
κατευπορέω
κατευρύνω
κατευστοχέω
κατευτονέω
View word page
κατεύνησις
putting to rest

ShortDef

putting to rest

Debugging

Headword:
κατεύνησις
Headword (normalized):
κατεύνησις
Headword (normalized/stripped):
κατευνησις
IDX:
47228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47229
Key:

Data

{'content': 'putting to rest'}