Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατευκαιρέω
κατευκηλέω
κατευκτικός
κατευκτός
κατευνάζω
κατευνασμός
κατευναστήρ
κατευναστής
κατευναστικός
κατευνάστρια
κατευνάω
κατεύνησις
κατευνήτειρα
κατευοδόω
κατευόδωσις
κατευορκέω
κατευπαθέω
κατευποιέω
κατευπορέω
κατευρύνω
κατευστοχέω
View word page
κατευνάω
to put to sleep
ShortDef
to put to sleep
Debugging
Headword:
κατευνάω
Headword (normalized):
κατευνάω
Headword (normalized/stripped):
κατευναω
IDX:
47227
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47228
Key:
Data
{'content': 'to put to sleep'}