Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατευθύνω
κατευκαιρέω
κατευκηλέω
κατευκτικός
κατευκτός
κατευνάζω
κατευνασμός
κατευναστήρ
κατευναστής
κατευναστικός
κατευνάστρια
κατευνάω
κατεύνησις
κατευνήτειρα
κατευοδόω
κατευόδωσις
κατευορκέω
κατευπαθέω
κατευποιέω
κατευπορέω
κατευρύνω
View word page
κατευνάστρια
female chamberlain

ShortDef

female chamberlain

Debugging

Headword:
κατευνάστρια
Headword (normalized):
κατευνάστρια
Headword (normalized/stripped):
κατευναστρια
IDX:
47226
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47227
Key:

Data

{'content': 'female chamberlain'}