Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατευθυντηρία
κατευθύνω
κατευκαιρέω
κατευκηλέω
κατευκτικός
κατευκτός
κατευνάζω
κατευνασμός
κατευναστήρ
κατευναστής
κατευναστικός
κατευνάστρια
κατευνάω
κατεύνησις
κατευνήτειρα
κατευοδόω
κατευόδωσις
κατευορκέω
κατευπαθέω
κατευποιέω
κατευπορέω
View word page
κατευναστικός
lulling to sleep

ShortDef

lulling to sleep

Debugging

Headword:
κατευναστικός
Headword (normalized):
κατευναστικός
Headword (normalized/stripped):
κατευναστικος
IDX:
47225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47226
Key:

Data

{'content': 'lulling to sleep'}