Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατευθύ
κατευθυντηρία
κατευθύνω
κατευκαιρέω
κατευκηλέω
κατευκτικός
κατευκτός
κατευνάζω
κατευνασμός
κατευναστήρ
κατευναστής
κατευναστικός
κατευνάστρια
κατευνάω
κατεύνησις
κατευνήτειρα
κατευοδόω
κατευόδωσις
κατευορκέω
κατευπαθέω
κατευποιέω
View word page
κατευναστής
one who conducts to bed, a chamberlain
ShortDef
one who conducts to bed, a chamberlain
Debugging
Headword:
κατευναστής
Headword (normalized):
κατευναστής
Headword (normalized/stripped):
κατευναστης
IDX:
47224
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47225
Key:
Data
{'content': 'one who conducts to bed, a chamberlain'}