Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατευημερέω
κατευθικτέω
κατευθύ
κατευθυντηρία
κατευθύνω
κατευκαιρέω
κατευκηλέω
κατευκτικός
κατευκτός
κατευνάζω
κατευνασμός
κατευναστήρ
κατευναστής
κατευναστικός
κατευνάστρια
κατευνάω
κατεύνησις
κατευνήτειρα
κατευοδόω
κατευόδωσις
κατευορκέω
View word page
κατευνασμός
lulling to sleep

ShortDef

lulling to sleep

Debugging

Headword:
κατευνασμός
Headword (normalized):
κατευνασμός
Headword (normalized/stripped):
κατευνασμος
IDX:
47222
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47223
Key:

Data

{'content': 'lulling to sleep'}