Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατευδοκιμέω
κατευημερέω
κατευθικτέω
κατευθύ
κατευθυντηρία
κατευθύνω
κατευκαιρέω
κατευκηλέω
κατευκτικός
κατευκτός
κατευνάζω
κατευνασμός
κατευναστήρ
κατευναστής
κατευναστικός
κατευνάστρια
κατευνάω
κατεύνησις
κατευνήτειρα
κατευοδόω
κατευόδωσις
View word page
κατευνάζω
to put to bed, lull to sleep

ShortDef

to put to bed, lull to sleep

Debugging

Headword:
κατευνάζω
Headword (normalized):
κατευνάζω
Headword (normalized/stripped):
κατευναζω
IDX:
47221
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47222
Key:

Data

{'content': 'to put to bed, lull to sleep'}