Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατευδοκέω
κατευδοκιμέω
κατευημερέω
κατευθικτέω
κατευθύ
κατευθυντηρία
κατευθύνω
κατευκαιρέω
κατευκηλέω
κατευκτικός
κατευκτός
κατευνάζω
κατευνασμός
κατευναστήρ
κατευναστής
κατευναστικός
κατευνάστρια
κατευνάω
κατεύνησις
κατευνήτειρα
κατευοδόω
View word page
κατευκτός
vowed
ShortDef
vowed
Debugging
Headword:
κατευκτός
Headword (normalized):
κατευκτός
Headword (normalized/stripped):
κατευκτος
IDX:
47220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47221
Key:
Data
{'content': 'vowed'}