Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κάτευγμα
κατευδοκέω
κατευδοκιμέω
κατευημερέω
κατευθικτέω
κατευθύ
κατευθυντηρία
κατευθύνω
κατευκαιρέω
κατευκηλέω
κατευκτικός
κατευκτός
κατευνάζω
κατευνασμός
κατευναστήρ
κατευναστής
κατευναστικός
κατευνάστρια
κατευνάω
κατεύνησις
κατευνήτειρα
View word page
κατευκτικός
entreating
ShortDef
entreating
Debugging
Headword:
κατευκτικός
Headword (normalized):
κατευκτικός
Headword (normalized/stripped):
κατευκτικος
IDX:
47219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47220
Key:
Data
{'content': 'entreating'}