Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατεστραμμένως
κάτευγμα
κατευδοκέω
κατευδοκιμέω
κατευημερέω
κατευθικτέω
κατευθύ
κατευθυντηρία
κατευθύνω
κατευκαιρέω
κατευκηλέω
κατευκτικός
κατευκτός
κατευνάζω
κατευνασμός
κατευναστήρ
κατευναστής
κατευναστικός
κατευνάστρια
κατευνάω
κατεύνησις
View word page
κατευκηλέω
calm, quiet
ShortDef
calm, quiet
Debugging
Headword:
κατευκηλέω
Headword (normalized):
κατευκηλέω
Headword (normalized/stripped):
κατευκηλεω
IDX:
47218
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47219
Key:
Data
{'content': 'calm, quiet'}